- βεστιαρίτης
- βεστιαρίτης, ο (Μ) [βεστιάριος]αυτοκρατορικός αξιωματούχος με καθήκοντα οικονομικά και στρατιωτικά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Vestiaritai — The Vestiaritai (Greek: βεστιαρῖται, singular: βεστιαρίτης) were a corps of imperial bodyguards and fiscal officials in the Byzantine Empire, attested from the 11th to the 15th centuries. History and functions The vestiaritai appear in the mid… … Wikipedia
πρωτοβεστιάριος — και πρωτοβεστιάρης και πρωτοβεστιαρίτης, ο, ΝΜ (στο Βυζ.) ανώτερος αυλικός που ήταν υπεύθυνος τού βασιλικού βεστιαρίου, τής βασιλικής ιματιοθήκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + βεστιάριος / βεστιαρίτης «ιματιοφύλακας»] … Dictionary of Greek
χοσβαΐτης — Μ (κατά τον Ζωναρ.) «βεστιαρίτης» … Dictionary of Greek